-
1 προβάλλω
[проавлло] ρ. (αμτβ.) показываться, появляться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προβάλλω
-
2 выставлять
выставлятьнесов1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:\выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:\выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:\выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·4. (на выставке) ἐκθέτω:\выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:\выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·6. (проставлять) θέτω, βάζω:\выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:\выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα. -
3 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
4 выдвинуть
ρ.σ.μ.1. προωθώ•выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.
|| ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.
|| προβάλλω, βγάζω μπροστά•выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.
2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•
выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•
выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•
выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•
выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.
3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.
|| εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι. -
5 выглядывать
выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα* * *= выглянуть1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλωвыгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο
со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
-
6 выдвигать
1. (одну деталь из другой) προωθώ, προβάλλω 2. (блок, ящик и т.п.) τραβώσύρω3. (сведения, данные и т.п.) παρουσιάζωπροβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выдвигать
-
7 предъявлять
предъяв||ля́тьнесов1. (показать) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω, δεικνύω:\предъявлятьлять билет δείχνω τό είσιτήριο· \предъявлятьлить документ δείχνω τήν ταυτότητα, τά χαρτιά·2. (требования и т. ἡ.) προβάλλω:\предъявлятьля́ть права на что́-л. διεκδικώ, προβάλλω ἀξιώσεις· \предъявлятьля́ть требование προβάλλω ἀπαιτήσεις, ἀπαιτώ· \предъявлятьлять обвинение κάνω μήνυση, κατηγορώ, καταγγέλλω· \предъявлятьля́ть иск ἐνάγω, κινώ ἀγωγήν \предъявлятьлять ультиматум ἐπιδίδω τελεσίγραφον. -
8 ссылаться
ссылатьсянесов1. (на кого-л., что-либо) ἀναφέρομαι, στηρίζομαι, προβάλλω ὡς ἐπιχείρημα:\ссылаться на авторитеты ἀναφέρομαι σέ αὐθεντίες·2. (оправдываться) δικαιολογούμαι, προβάλλω ὡς δικαιολογία:\ссылаться на болезнь προβάλλω τή δικαιολογία τής ἀσθένειας. -
9 выпятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω•выпятить живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά•
выпятить грудь προτείνω το στήθος.
|| μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο•-недостатки произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου.
προβάλλομαι, προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοιλιάζω. || μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση. -
10 выставить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. βγάζω, αφαιρώ•выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.
2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•-щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.
|| μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.3. προβάλλω, προεκβάλλω•грудь προτείνω το στήθος.
4. βάζω, εκθέτω•выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•
выставить требования βάζω τα αιτήματα.
5. τοποθετώ•выставить охрану βάζω φρουρά•
выставить часовых βάζω σκοπούς.
6. παρουσιάζω, παραστοάνω•выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•
выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.
7. εγγράφω•выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.
8. παοατάσσω•выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•
выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•
выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.
βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.
-
11 предъявить
-явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предъявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. παρουσιάζω, εμφανίζω, (επι)δείχνω•предъявить билет δείχνω το εισιτήριο.
|| προσκομίζω, φέρω, προσάγω•предъявить доказательства φέρω αποδείξεις•
предъявить справку φέρω βεβαίωση.
2. προβάλλω•предъявить претензию προβάλλω αξίωση•
предъявить требование προβάλλω απαίτηση ή διεκδίκηση•
предъявить обвинение κατηγορώ, καταγγέλλω.
-
12 выставлять
1. (устанавливать, отрегулировать) ρυθμίζω 2. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω 3. (на выставке) εκθέτω 4. (за пределы чего-л.) βγάζω έξω 5. (предлагать для решения, обсуждения) προτείνω, προβάλλω, βάζω, εκθέτω 6. (охрану, караул и т.п.) τοποθετώ 7. (впи-сывать, проставлять) εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выставлять
-
13 выдвигать
выдвигать, выдвинуть 1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω.προβάλλω (выставлять ) 2) (предложить) προτείνω· \выдвигать в кандидаты προτείνω υποψήφιο 3) (по работе) προωθώ, προάγω* * *= выдвинуть1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω προβάλλω ( выставлять)2) ( предложить) προτείνωвыдвига́ть в кандида́ты — προτείνω υποψήφιο
3) ( по работе) προωθώ, προάγω -
14 выставить
выставить 1) (экспонировать) εκθέτω 2) (предлагать) υποβάλλω, προτείνω· \выставить кан дидатуру υποβάλλω την υπο ψηφιότητα· \выставить требования προβάλλω απαιτήσεις* * *1) ( экспонировать) εκθέτω2) ( предлагать) υποβάλλω, προτείνωвы́ставить кандидату́ру — υποβάλλω την υποψηφιότητα
вы́ставить тре́бования — προβάλλω απαιτήσεις
-
15 демонстрировать
демонстрировать 1) διαδηλώνω 2) (показывать) επιδείχνω; \демонстрировать фильм προβάλλω ταινία* * *1) διαδηλώνω2) ( показывать) επιδείχνωдемонстри́ровать фильм — προβάλλω ταινία
-
16 предъявить
предъявить, предъявлять 1) (показать) δείχνω, παρουσιάζω* предъявите билеты! παρουσιάστε τα εισιτήρια 2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ* * *= предъявлять1) ( показать) δείχνω, παρουσιάζωпредъяви́те биле́ты! — παρουσιάστε τα εισιτήρια
2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ -
17 сопротивление
сопротивление с η αντίσταση· оказать \сопротивление αντιστέκομαι, προβάλλω αντίσταση* * *сη αντίστασηоказа́ть сопротивле́ние — αντιστέκομαι, προβάλλω αντίσταση
-
18 сопротивляться
-
19 выглядывать
выглядыватьнесов, выглянуть сов παρατηρώ, κυττάζω/ φαίνομαι, βγαίνω, προβάλλω, διαφαίνομαι, ξεμυτίζω (показываться из-за чего-л.):\выглядывать из окна προβάλλω ἀπό τό παράθυρο· \выглядывать из-за занавески κυττάζω πίσω ἀπό τήν κουρτίνα· солнце выглянуло из-за туч ὁ ήλιος φάνηκε (или πρόβαλε) μέσα ἀπ' τά σύννεφα. -
20 выказать
кажу, -кажешьρ.σ.μ.δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•
выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.
1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι.
См. также в других словарях:
προβάλλω — προβάλλω, πρόβαλα και προέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: προβάλλω : με την έννοια → εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, χρησιμοποιείται μόνο ο τύπος πρόβαλα του αορίστου … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προβάλλω — throw pres subj act 1st sg προβάλλω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
προβάλλω — πρόβαλα, προβλήθηκα 1. βγάζω μπροστά, σπρώχνω κάτι προς τα εμπρός: Πρόβαλε το κεφάλι απ το παράθυρο. 2. εμφανίζω, δείχνω με προβολή: Ο ομιλητής θα προβάλει και σχετική ταινία πάνω στο θέμα της ομιλίας του. 3. μτφ., προτείνω, αντιλέγω: Πρόβαλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβάλησθε — προβάλλω throw aor subj mp 2nd pl προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) προβά̱λησθε , προβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) προβά̱λησθε , προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλῃ — προβάλλω throw aor subj mp 2nd sg προβάλλω throw aor subj act 3rd sg προβά̱λῃ , προβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) προβά̱λῃ , προβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβαλοῦσιν — προβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβλημένα — προβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) προβεβλημένᾱ , προβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) προβεβλημένᾱ , προβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλετε — προβάλλω throw aor imperat act 2nd pl προβά̱λετε , προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) προβάλλω throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλεσθε — προβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl προβάλλω throw pres ind mp 2nd pl προβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλετε — προβάλλω throw pres imperat act 2nd pl προβάλλω throw pres ind act 2nd pl προβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)